Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκλώπα — η, Ν βλ. σκλούπα … Dictionary of Greek
σκλούπα — και σκουλούπα και σκλώπα, η, Ν [άσκαλώπας] ζωολ. (στην Κρήτη) ονομασία διαφόρων ειδών κουκουβάγιας … Dictionary of Greek